- αεροθεραπεία
- ηη θεραπεία με αερόλουτρα: Κάθε καλοκαίρι κάνει αεροθεραπεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek
αεροθεραπευτικός — ή, ό [αεροθεραπευτής] 1. ο σχετικός με την αεροθεραπεία 2. ο οπαδός τής αεροθεραπείας το θηλ. ως ουσ. η αεροθεραπευτική η αεροθεραπεία … Dictionary of Greek
θερμαεροθεραπεία — και θερμοαεροθεραπεία, η θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία γίνεται χρήση θερμού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αεροθεραπεία* (πρβλ. θερμο αεροθεραπεία)] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροθεραπευτήριο — το θεραπευτικό ίδρυμα, όπου εφαρμόζεται στους ασθενείς η αεροθεραπεία … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
Ευπατορία ή Γεβπατόρια — (EupatoriaYevpatoriya). Πόλη (106.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στη χερσόνησο της Κριμαίας. Παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μαύρη θάλασσα, η πόλη είναι ονομαστή για το κλίμα της. Διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις για αεροθεραπεία, θαλασσοθεραπεία,… … Dictionary of Greek
φυσικοθεραπεία — η θεραπευτική αγωγή που χρησιμοποιεί τα στοιχεία της φύσης για θεραπευτικούς σκοπούς, π.χ. αεροθεραπεία, ηλιοθεραπεία, υδροθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)